φέρτατος

φέρτατος
φέρτᾰτος, η, ον,
A bravest, best,

πολὺ φ. Il.1.581

, etc.;

μέγα φ. 16.21

, cf. Lyr.Alex.Adesp.25, etc.: c. dat. modi,

χερσίν τε βίηφί τε φ. ἦσαν Od.12.246

;

περὶ δ' ἔγχει Ἀχαιῶν φ. ἐσσι Il.7.289

;

ὄλβῳ φ. Pi.N. 10.13

: of things, κακῶν φέρτατον the best, i.e. least bad, among evils, Il.17.105;

λόγοι φ.

best,

Pi.P.5.48

;

ὄ τι φέρτατον ἀνδρὶ τυχεῖν Id.O. 7.26

.
2 in form φέριστος,

ἄνδρα φέριστον Il.9.110

;

μὴ φῦναι φέριστον B.5.160

, cf. Pi.Fr.126 (φέρτ- cj. Boeckh): mostly voc. φέριστε, Il.6.123
, 15.247, Theoc.7.125, etc.;

φέριστοι Il.23.409

;

φέριστε Καδμείων ἄναξ A.Th.39

;

ὦ φ. δεσποτῶν S.OT1149

;

εἶεν, ὦ φ. Pl.Phdr.238d

;
II [comp] Comp. [full] φέρτερος, α, ον, braver, better, of persons,

πολὺ φ. Il.4.56

, etc.: c. dat. modi,

βίῃ καὶ χερσὶ καὶ ἔγχεϊ φ. 3.431

, cf. Od.6.6
;

φ. οὐκ ὀλίγον ἔγχει Il.19.217

: c. inf.,

θεοὶ . . φέρτεροί εἰσι νοῆσαι Od.5.170

;

φ. γόνος πατρός Pi.I.8(7).35

;

παῖδα φ. πατρός A.Pr.768

: of things, ἀγών, νόστος, Pi.O.1.7, P.1.35; πολὺ φέρτερόν ἐστιν 'tis much better, Il.1.169; τί φ. ἢ . . c. inf., B.4.18: c. inf., Od.12.109, 21.154;

εἰς τὸ φ. τίθει τὸ μέλλον E.Hel.346

(lyr.). Adv.,

τέττιγος φέρτερον ᾄδεις Theoc.1.148

. (From root φερ- 'bring', 'produce':

ἀπὸ τοῦ φέρειν βέλτιον Hsch.

)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φέρτατος — bravest masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρτατος — άτη, ον, Α (επίθ. υπερθ. βαθμού) 1. (για πρόσ.) ο πιο γενναίος ή αυτός που κατέχει την πιο υψηλή θέση σε μια ιεραρχική τάξη (α. «χερσί τε βίῃφί τε φέρτατοι ἦσαν», Ομ. Οδ. β. «ὁ δ ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς ἐκείνου γενεάν», Πίνδ.) 2. (για πράγμ.) ο πιο …   Dictionary of Greek

  • φερτάτων — φέρτατος bravest fem gen pl φέρτατος bravest masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρτατον — φέρτατος bravest masc acc sg φέρτατος bravest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρτερον — φέρτατος bravest masc acc sg φέρτατος bravest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερτάτου — φέρτατος bravest masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερτάτῳ — φέρτατος bravest masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερτέρη — φέρτατος bravest fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερτέρου — φέρτατος bravest masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερτέρους — φέρτατος bravest masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρτατα — φέρτατος bravest neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”